μουρντάρης, -α, -ικο

μουρντάρης, -α, -ικο
(λ. τουρκ.)
1. βρόμικος, ρυπαρός: Έχει μουρντάρικο σπίτι.
2. μτφ., άνθρωπος ακόλαστος, ανήθικος, που ρέπει σε ασέλγεια: Έχει μουρντάρη αρραβωνιαστικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”